κακόμητις

κακόμητις
κᾰκό-μητῐς, ,
A = -μήτης, E.Or.1403 (lyr., -μήτας codd.); pl. -μήτιες, Astrol., = κακοποιοί, ἀστέρες Doroth. ap. Heph. Astr.3.30.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακόμητις — κακόμητις, ήτιος, ὁ (Α) 1. κακομηδής*, κακομήτης*, απατηλός, δόλιος 2. αστρολ. στον πληθ. οι κακομήτιες οι κακοποιοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μητις (< μῆτις), πρβλ. αισχρό μητις, μεγαλό μητις] …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ГЕОМЕТР — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Γεωμέτρης] (ок. 930/40 ок. 1000), визант. поэт, эпиграмматист. Также именуется Иоанном Кириотом по названию к польского монастыря Пресв. Богородицы, построенного префектом Киром (Θεοτόκος τῶν Κύρου), где И. Г. находился после… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”